Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Η ιστορία του Καπνεργοστάσιου στην Λένορμαν


Διασχίζουμε τη Λενορμάν και αναγκαστικά σταματάμε στο κόκκινο φανάρι της διασταύρωσης με την οδό Κρέοντος.
Ενα φευγαλέο και αφηρημένο βλέμμα στο ανακαινισμένο κτίριο του Δημόσιου Καπνεργοστασίου. Αφηρημένη ματιά, σίγουρα άγνοιας, για ένα κτίριο που στέκεται σε συνολικό εμβαδόν 9.085 τ.μ., σε ένα τεράστιο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Λενορμάν, Αμφιάραου, Λέανδρου και Κρέοντος. Τεράστιο σε διαστάσεις και επιβλητικό. Η ιστορία της κατασκευής του γνωστή. Το 1903 ψηφίστηκε και εγκρίθηκε στη Βουλή των Ελλήνων η ανέγερση του νέου καπνοκοπτήριου στην Αθήνα. Το 1927 αγοράστηκε το οικόπεδο για να χτιστεί το δεύτερο Δημόσιο Καπνοκοπτήριο, όπως το ονόμαζαν, προτού γραφτεί με τεράστια γράμματα στην είσοδο η τελική, σύγχρονη της εποχής του 1930, ονομασία του.

Το 1989, το καπνεργοστάσιο χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο, με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού. Στο διώροφο με ημιυπόγειο κτίριο, συστεγάστηκαν στα 60 χρόνια λειτουργίας του 25 συνολικά βιομηχανίες. Πρώτη εγκαταστάθηκε η Καπνοβιομηχανία Λέρτα και τελευταία αποχώρησε η Καπνοβιομηχανία Αφοί Κωνσταντίνου (SANTE). Στο ημιυπόγειο τοποθετήθηκαν οι αποθήκες των καπνοβιομηχάνων, στο ισόγειο γινόταν η κατασκευή των τσιγάρων και στον πρώτο όροφο η συσκευασία. Κάθε καπνέμπορος μπορούσε να ενοικιάζει μέχρι δύο αίθουσες για την αποθήκευση των καπνών του. Στους ορόφους υπήρχαν τρεις αίθουσες των 600 τ.μ. η καθεμία, οι οποίες μπορούσαν να ενώνονται σε μια κοινή αίθουσα, ανάλογα με τις ανάγκες.
Πόσα άραγε κρυμμένα μυστικά να βρίσκονται εδώ, πίσω από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα, που όμως οδηγεί, μέσω μιας μικρής στοάς, σε αόρατο για τους περαστικούς του πολύβουου δρόμου τζαμωτό στέγαστρο με μεταλλικό σκελετό αίθριο; Οι τοίχοι όμως πολλές φορές αποκτούν μιλιά και λειτουργούν σαν καθημερινή εφημερίδα παλαιότερων χρόνων για τους σημερινούς επισκέπτες. Η ζωή των καπνεργατών στο Δημόσιο Καπνεργοστάσιο της οδού Λενορμάν, τα ατέλειωτα καθημερινά 12ωρα με έναν αυστηρό εργοδότη, ήταν πολύ δύσκολη. Δεν προλαβαίνουν να πάρουν αναπνοή. Από την υπερεντατικοποίηση της δουλειάς έχουν καταντήσει εξαρτήματα των μηχανών. 

Μόλις πατήσεις στο καπνεργοστάσιο, σου κόβεται η ανάσα, νιώθεις ένα τσούξιμο στον λαιμό, αναπνέεις νικοτίνη, που προέρχεται από την κατεργασία του καπνού. Στο τμήμα της τσιγαροποίησης, ο θόρυβος που κάνουν οι μηχανές ξεπερνά κατά πολύ το επιτρεπόμενο όριο αντοχής. Το χειρότερο τμήμα, από άποψη συνθηκών δουλειάς, είναι η αποθήκη. Βρίσκεται στο υπόγειο του εργοστασίου και είναι «ιδανικός» χώρος για τις εργάτριες που κόβουν τα σχοινιά από τα δέματα του καπνού. Εκεί μαραζώνουν τα κορίτσια· κορίτσια από τον Κολωνό, το Περιστέρι, τα Πετράλωνα, το Μπαρουτάδικο. Αν και η δουλειά τους είναι ιδιαίτερα ανθυγιεινή, δεν έχουν ενταχθεί στα ανθυγιεινά επαγγέλματα. Το κράτος, ο άμεσος εργοδότης, το Δημόσιο, μόνο γάλα μπορεί να προσφέρει. Η φυματίωση είναι η σκληρή αρρώστια που βασανίζει τους εργάτες. Τους βασανίζει και τους πεθαίνει. Το 1934, οι φυματικοί καπνεργάτες της Αθήνας κατέβηκαν σε απεργία πείνας, αφού από το υπουργείο Εργασίας υπήρχε η τέλεια εγκατάλειψη.
Κατά την περίοδο της Κατοχής, οι Γερμανοί κατακτητές χρησιμοποίησαν τους χώρους του κτιρίου. Κάποιοι έλεγαν φυλακές τα μπουντρούμια των υπογείων και άλλες μαρτυρίες αναφέρονται σε κάποια γερμανική υπηρεσία μεταγωγών. Ισως αυτός να είναι και ο λόγος των ζημιών που προκλήθηκαν μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής από τους εξαγριωμένους πολίτες. Στις 4 Ιανουαρίου του 1945, ο Σκόμπι βομβαρδίζει τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας μέχρι τον Κηφισό. Το 4ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ έδινε μάχη από Λένορμαν, Ευκλείδου, Αίμωνος. Η συνοικία μας δοκιμάστηκε σκληρά – και φυσικά το καπνεργοστάσιο δεν θα γλίτωνε από τις εγγλέζικες βόμβες.
Το 1948 ξεκινάει μια άλλη θλιβερή ιστορία, που «φιλοξενήθηκε» αναγκαστικά στο Κέντρο Περιθάλψεως Προσφύγων Κολοκυνθούς. Από τους στρατώνες του Σταθμού Λαρίσης μεταφέρθηκαν 52 οικογένειες Ελλήνων, άπορες και ανήμπορες. Μεταξύ αυτών και οικογένειες Ελλήνων από τη Ρουμανία και τη Ρωσία. Οι πρόσφυγες Ελληνες πήραν σπίτια στον Καρέα και στο καπνεργοστάσιο παρέμειναν οι άποροι Ελληνες, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ σπίτια ή είχαν, αλλά καταστράφηκαν στον πόλεμο. Τα βοηθήματα και τα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού στο στενό του προαύλιο του καπνεργοστασίου, που χωρίζεται με συρματόπλεγμα και που πάνω του τεντώνονται πλυμένα ρούχα, σεντόνια, ένα πλήθος από μωρουδιακά, χωρίς διάκριση, παιδικό παιχνίδι και αρρώστιες, αχώριστα. Ηταν χάος και το χάος οι παλαιοί κάτοικοι το ονόμαζαν Δημόσιο Καπνεργοστάσιο. Πέρα από το συρματόπλεγμα λειτουργεί το καπνεργοστάσιο. Πριν από το συρματόπλεγμα λειτουργεί σκοτάδι ή το Κέντρο Περιθάλψεως Προσφύγων Κολοκυνθούς. Τον Ιανουάριο του 1964 ήλθε και η οριστική απόφαση για την αποχώρηση «εκ του Κέντρου Περιθάλψεως Προσφύγων Κολοκυνθούς και των υπολοίπων φτωχών οικογενειών». Υπήρχε ελπίδα άραγε;
Ναός ανθρώπινων ιστοριών. Ιστορίες που πια κανείς δεν θυμάται ή, αν τις θυμάται, είναι πολύ ηλικιωμένος για να τις διηγηθεί. Ενα κτίριο που δεν θα λυγίσει ποτέ από το βάρος της Ιστορίας αμέτρητων χρόνων και αναμνήσεων.