Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Εμφάνιση των Αοράτων Μοναχών του Αγίου Όρους (Δέκα άγνωστοι Άγιοι)


Ό Κύριλλος Μοναχός, Γέροντας της Καλύβης «Τίμιος Σταυρός» των καλλιτεχνών αγιογράφων Ανανιαίων και Δίκαιος της Ιεράς Σκήτης της Άγιας Αννης, κατά το σωτήριον έτος 1977-78, μας διηγήθηκε ότι στις 20 του μηνός Σεπτεμβρίου 1977, ήρθε στο Κυριάκο – κεντρικός Ναός της Σκήτης – ένας Λιβανέζος χριστιανός ορθόδοξος, ό όποιος είπε ότι, λόγω της εμπόλεμης καταστάσεως στην πατρίδα του, ήταν πρόσφυγας κι έμενε στην πόλη Κανά της Γαλιλαίας.

Ό Λιβανέζος ζήτησε από το Δίκαιο Πατέρα Κύριλλο, να του δείξει το δρόμο πού οδηγεί στην κορυφή του Άθωνα. Ό Π. Κύριλλος πρόθυμα έδειξε το δρόμο που ζητούσε και ευλαβές αυτός προσκυνητής ξεκίνησε για την κορυφή, ή οποία φτάνει τα 2.030 μ. ύψος και επειδή χρειάζονται περισσότερο από 4 ώρες οδοιπορία, από την Αγιάννα μέχρι να φθάσει στην κορυφή, όπου υπάρχει και μικρό εκκλησάκι έπ” ονόματι της «Μεταμορφώσεως του Κυρίου», έπρεπε να φύγει πρωί.


Για το λόγο αυτό, ό Λιβανέζος έφυγε πολύ πρωί και το βραδάκι γύρισε πάλι στο «Κυριάκο» της Σκήτης, φιλοξενήθηκε και κοιμήθηκε. Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία λειτουργία, ετοιμάστηκε για να φύγει, αλλά θυμήθηκε να ρωτήσει κάτι πού δεν μπόρεσε να καταλάβει και πού του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Έτσι μπροστά και σε άλλους Πατέρες της Σκήτης, με τα λίγα σπασμένα Ελληνικά πού μιλούσε είπε, πώς όταν κατέβαινε από την κορυφή του Άθωνα, στην τοποθεσία πού λέγεται «Βαβύλα» εκεί πού αρχίζει ό πολύς κατήφορος, αισθάνθηκε υπερβολική κούραση και θέλησε λίγο να καθίσει να ξεκουραστεί. εκεί πού πήγε να βρει κατάλληλο μέρος, ξάφνου βλέπει μπροστά του ένα σπίτι από το όποιο βγήκαν δυο σεβάσμιοι μοναχοί οι οποίοι τον δέχθηκαν μέσα στο σπίτι και του πρόσφεραν σύκα νωπά φρέσκα και το κρύο νερό, έφαγε και ήπιε το κρύο νερό και όπως είπε, τόση γλύκα και νοστιμιά αισθάνθηκε πού δεν μπορούσε να την περιγράψει, αλλά και κατά περίεργο τρόπο όλη ή κούραση πού είχε, μετά από το κέρασμα, εξαφανίστηκε.
Μέσα στο Καλύβι αυτό είδε δέκα σεβάσμιους Μοναχούς, τους οποίους είδε να στηρίζονται, ό καθένας τους, πάνω σε μια γυριστή στη μέση μονόξυλη μαγκούρα και με το κομποσχοίνι στο χέρι όλοι να προσεύχονται.
Τους ρώτησε, πόσον καιρό έχουν πού μένουν εκεί; Κι αυτοί του απάντησαν πώς έχουν πάρα πολλά χρόνια, και δεν κάνουν σχεδόν καμιά άλλη εργασία, παρά μόνον προσεύχονται για όλο τον κόσμο. Αυτό κίνησε την περιέργεια του Λιβανέζου, κι όταν έφυγε σ” όλο το δρόμο, όπως έλεγε, σκέφτονταν αυτό πού του είπαν ότι έχουν πολλά χρόνια εκεί προσευχόμενοι , ενώ ή ηλικία τους δεν έδειχνε να είναι και πολύ μεγάλη και για αυτό ρωτούσε το Δίκαιο και τους Πατέρες; Πώς του είπαν αυτοί οί Μοναχοί πού φαίνονταν να είναι της ίδιας ηλικίας, ασκητεύουν πάρα πολλά χρόνια εκεί;
Ό Δίκαιος Πατήρ Κύριλλος, και οί άλλοι Πατέρες της Σκήτης έμειναν έκθαμβοι και κατάπληκτοι, από την αποκάλυψη αυτή, πού προφανώς ό Πανάγαθος Θεός «κρίμασιν οις Αυτός οίδε» έδειξε στο Λιβανέζο, διότι όλοι γνωρίζουν, πώς στο μέρος εκείνο δεν υπάρχει ούτε σπίτι, ούτε Μοναχοί να μένουν εκεί κοντά στην περιοχή αυτή.
Τότε όλοι μ” ένα στόμα και μια καρδιά δόξασαν το Θεό και είπαν στον ξένο ευλαβή προσκυνητή : «Αδελφέ, δώσε δόξα και ευχαριστία στο μεγαλοδύναμο και παντοδύναμο Κύριο και Θεό μας, πού σε αξίωσε να ιδείς εκλεκτούς δούλους και Αγίους Του, διότι αυτούς πού είδες εσύ χθες δεν ήσαν Μοναχοί, άλλα ήσαν Άγιοι και Όσιοι Πατέρες του Όρους, τους οποίους κανείς από μας δεν αξιώθηκε να δει, αλλά κατά καιρούς έχουν φανερωθεί σε μερικούς ευλαβείς Μοναχούς και σε καλούς και ευλαβείς χριστιανούς προσκυνητές, ένας από τους οποίους φαίνεται πώς θα είσαι και συ ! !
Ό Λιβανέζος αναχώρησε ευλογών και δοξάζων τον Θεόν, τον «θαυμαστόν εν τοις Αγίοις Αυτού».